ανείλημα

ανείλημα
ἀνείλημα, το (Α) [ανειλώ]
κωλικόπονος, κόψιμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀνειλημάτων — ἀνείλημα rolling up neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνειλήματα — ἀνείλημα rolling up neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανείλησις — ἀνείλησις, η (Α) ανείλημα* …   Dictionary of Greek

  • ανειλώ — ἀνειλῶ ( έω) (Α) Ι. ενεργ. 1. ξεδιπλώνω, ανοίγω 2. περιτυλίγω, στριμώχνω II. μέσ. 1. συνωθούμαι, συναθροίζομαι 2. περιορίζομαι, στενοχωρούμαι 3. (για γλώσσα) συμμαζεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + ειλώ ( έω) «συνωθώ, συγκεντρώνω, τυλίγω». ΠΑΡ. αρχ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”